ἀνέβα

ἀνέβα
ἀναβαίνω
go up
aor ind act 3rd sg (epic)
ἀνέβᾱ , ἀναβαίνω
go up
aor ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανέβα — το 1. το να ανεβαίνει κανείς, το ανέβασμα «βαρέθηκα το ανέβα κατέβα» 2. ανωφέρεια, ανηφοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανάβα < προστ. αορ. του αναβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ἀνέβασαν — ἀνέβᾱσαν , ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd pl (doric) ἀνέβᾱσαν , ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέβ' — ἀνέβα , ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέβασεν — ἀνέβᾱσεν , ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) …   Wikipedia

  • ἀνέβαν — ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd pl (epic) ἀνέβᾱν , ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd pl (doric) ἀναβαίνω go up aor ind act 1st sg (epic) ἀνέβᾱν , ἀναβαίνω go up aor ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения …   Википедия

  • ανάβα — ἀνάβα, το (Μ) ανέβασμα, ανάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. προστακτικής < ἀνάβηθι, προστακτ. αορ. του ἀναβαίνω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀνήβα νεοελλ. ανέβα] …   Dictionary of Greek

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

  • ευχή — και ευχή, η (ΑΜ εὐχή) 1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση 2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. 1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”